Το γελοίο σκότος.


Κριτική Θεάτρου 

Το γελοίο σκότος 
του Βόλφραμ Λοτς
Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
Φεστιβάλ Δημητρίων
Θέατρο Άνετον



Περί Τυφλότητος

   Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου Blasted (1993) η Σάρα Κειν είδε στις ειδήσεις σε κάποια μετάδοση των γεγονότων του εμφυλίου πολέμου στη Βοσνία μια γυναίκα να κοιτάει την κάμερα ζητώντας βοήθεια. Το γεγονός αυτό την έκανε να διαπιστώσει πως η υπόθεση αυτή ήταν το θέμα για το οποίο  τελικά ήθελε να γράψει. Ανασύνθεσε το αρχικο γραπτό της, για να μπορέσει να μιλήσει για τον φαύλο κύκλο της βίας. Κατά την Κέιν, στη δεκαετία του '90 τα ΜΜΕ είναι ένας ισχυρός παράγοντας ενίσχυσης αυτού του φαύλου κύκλου με την τηλεόραση να γίνεται ένα πέπλο που ως αποσπασματική εμπειρία κρατάει σε απόσταση τον ακροατή, αποκόπτωντας τον απο την πραγματικότητα.

Το Γελοίο Σκότος (2014) του Βόλφραμ Λοτς, βασισμένο στην Καρδιά του Σκότους του Τζόζεφ Κονραντ και το Αποκάλυψη τώρα του Κόπολα,  συγκεράζει την σημερινή μορφή αντίληψης του έξω κόσμου μέσω του διαδικτύου, ενός τόπου που  τεκμηριώνει  την πραγματικότητα, με τις παγιωμένες πεποιθήσεις που βρίθουν στερεοτύπων, για εκείνο που δε γνωρίζουμε, αλλά πιστέυουμε ότι ξέρουμε. Η εγγύτητα των γεγονότων και των προσώπων εδώ δεν είναι προϋπόθεση της γνώσης. Το πέπλο της απόστασης είναι η νέα πραγματικότητα. Στο διττό τοπίο του πολέμου, αυτό της καθημερινής προσπάθειας για επικοινωνία και εκείνο της βίας ως σοκ, το βίωμα υπάρχει μόνο όταν αυτό καταγράφεται και μεταδίδεται.

Ωστόσο, ο Λοτς δεν έχει πρόθεση να μας ρίξει στα μούτρα ούτε τη βία και την εκμετάλλευση των ισχυρών ηγετών, ούτε, μάλλον, να ηθικολογήσει για το είδος της βίας την οποία παρακολουθούμε από το σπίτι, όπως για παράδειγμα τις σύγχρονές μας τρομοκρατικές επιθέσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Περισσότερο δημιουργεί την αντανάκλαση  τους τοποθετώντας τον αναγνώστη - θεατή μπροστά σε έναν καθρέφτη, όπου μπορεί να αντικρίσει τον εαυτό του, την ιστορία, την ανοχή και τη συνήθειά του. Και αυτό επιτυγχάνεται ως ένα βαθμό με τη χρήση της παρωδίας, ένα μέσο, το οποίο, αναμφίβολα, μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά και να αποτελέσει γέφυρα διάδρασης και προβληματισμού μέσω του γέλιου ή του μειδιάματος.

Η παράσταση της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου ακολουθεί κάποιες φορές περισσότερο και κάποιες άλλες λιγότερο εύστοχα την πορεία της αποστασιοποίησης με το σπάσιμο της σύμβασης, και της διαμεσολάβησης με τη χρήση της κάμερας και τη ζωντανή μετάδοση των επί σκηνής λήψεων (ενδεχομένως μια παραπομπή στα live video και  στις selfie φωτογραφίες των κοινωνικών δικτύων).

Αυτά τα δύο στοιχεία φαίνεται πως επέδρασαν στη σκηνοθεσία της Κατερίνας Γιαννοπούλου  ως άξονες αυτής της σκηνικής εκδοχής της ιστορίας του Λοτς, όπου ένας Γερμανός στρατιωτικός – η σκηνικά στιβαρή  Γωγώ Παπαϊωάννου - μαζί με κάποιον στρατιώτη – ο εύπλαστος Βασίλης Σαφός, πλέουν σε έναν ποταμό του Αφγανιστάν με στόχο κάποια σοβαρή μυστική αποστολή. Στη διαδρομή τους συναντούν έναν Σομαλό πειρατή, ένα κυανόκρανο Ιταλό, έναν περιπλανώμενο έμπορο από το Βελιγράδι, έναν παπά, έναν παπαγάλο, και έναν συνταγματάρχη.  Τους παραπάνω ρόλους ερμηνεύουν διστακτικά ως προς την ποικιλία των εκφραστικών τους μέσων ο Γιώργος Κισσανδράκης και ο Μαριος Παναγιώτου, ο οποίος  παρουσίασε σχεδόν όλα τα πρόσωπα του υπερβολικά και πανομοιότυπα,  αποτέλεσμα, ενδεχομένως, των προθέσεων της σκηνοθετικής καθοδήγησης.

Μέσα σε ένα μπαρ (άραγε ως κατεξοχήν χώρος συνάντησης στο σκοτάδι;), - το σκηνικό της Νίκης Ψυχογιού, το οποίο δεν αποδεικνύει τη λειτουργικότητα του, παρα μόνο με το μπιλιάρδο - κανό –, οι ηθοποιοί καταγράφουν τις κινήσεις ενός «κουκλοθεάτρου» από playmobil και τις αναπαράγουν σε βίντεο, συμπληρώνοντας οπτικά την εναρκτήρια αφήγηση του Σομαλού πειρατή.

Παρόλο που η  Κατερίνα Γιαννοπούλου καταφέρνει να κρατήσει στην παράσταση την ισορροπία μεταξύ μέσου και μηνύματος, πολλές φορές επιτρέπει χάριν του κωμικού να επισκιαστούν οι διακυμάνσεις σε εκφραστικά μέσα και συναισθήματα, καθώς και στις διαφορετικών αποχρώσεων αφηγήσεις. Με αυτόν τον τρόπο, το σκοτάδι δε φωτίστηκε επαρκώς. Αυτή την ισορροπία διατάραξε η πίστη στην αποδόμηση, με την ανάγκη να απομακρυνθούμε από τη θεατρική σύμβαση  -  με τους ηθοποιούς να κατεβαίνουν από τη σκηνή και να δυσανασχετούν για τα παθήματα τους. Η έννοια της απόστασης ως κριτικό βλέμμα είναι ήδη ενισχυμένη τόσο στο έργο, όσο και σε αυτή την  παράσταση που δεν στερείται ενδιαφέροντος. Τίποτα παραπάνω δε θα μπορούσε να προσθέσει μια τέτοιου είδους κοινότοπη επιλογή.

 Το έργο τελειώνει με το σκοτάδι να μην επιτρέπει σε κανέναν να δει τίποτα. Ο γερμανος στρατιωτικός λέει κάπου πως το σκότος του έχει γίνει συνήθεια, μπορεί κανείς να περπατήσει μέσα σε αυτό με άνεση, χωρίς δυσκολία. Το σκότος γίνεται γελοίο. Είναι η άγνοια για το διαφορετικό, η βία και ο πόλεμος  που γίνονται ρουτίνα για όλους όσοι παρακολουθούμε απ’έξω ή από απόσταση, η καθημερινή σιωπή,  μια απώλεια που γίνεται συνήθεια μας.

Μαρία Κυργιαφίνη


Σχόλια