Η τρίτη ταινία της
τριλογίας Τρία χρώματα, και η τελευταία ταινία του Kieslowski, η Κόκκινη ταινία, μετουσιώνει σε μύθο
και εικόνες τον καθημερινό αγώνα της ύπαρξης για επικοινωνία και κατανόηση.
Μετά την Ελευθερία και την Ισότητα, της Μπλε και της Λευκής ταινίας αντίστοιχα, το τρίτο χρώμα της
γαλλικής σημαίας, το κόκκινο, συμπληρώνει τις αρχές τις Γαλλικής Επανάστασης, με
την Αδελφοσύνη.
Η Valentine είναι
φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο της Γενεύης και εργάζεται περιστασιακά ως μοντέλο.
Ένα βράδυ, τραυματίζει με το αυτοκίνητο της ένα σκυλί. Αυτή είναι η αφορμή για
να γνωρίσει τον ιδιοκτήτη του, έναν απομονωμένο, σκληρό και απότομο άντρα,
σχεδόν μισάνθρωπο που αδιαφορεί για
την τύχη του σκυλιού του. Η επίσκεψη της Valentine στο σπίτι του άνδρα, ο οποίος όπως μαθαίνουμε
στη συνέχεια είναι συνταξιοδοτημένος δικαστής, της επιφυλάσσει άλλη μια δυσάρεστη
έκπληξη. Ο δικαστής υποκλέπτει και παρακολουθεί τις τηλεφωνικές συνομιλίες των γειτόνων του. Η μορφή της
εξουσίας που ασκεί ο δικαστής στους γείτονες του φαίνεται αδιανόητη στα μάτια
της νεαρής κοπέλας.
Όταν, αργότερα, ο δικαστής αυτοαποκαλύπτεται στα
θύματα του, η Valentine σπεύδει να ξεκαθαρίσει πως δεν ήταν η ίδια η
πηγή της αποκάλυψης. Κάπως έτσι, δημιουργείται μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των
δύο αγνώστων που επηρεάζει τις ζωές
τους. Όλη η ταινία είναι δομημένη σε αυτή τη σχέση. Η μοναξιά, η ανάγκη για
κατανόηση, η εξομολόγηση, η αποξένωση και τα ναρκωτικά ανιχνεύονται μέσα από
την απρόσμενη αυτή επαφή.
Η Αδελφοσύνη
του Kieslowski μέσα σε μια
κοινωνία αποξένωσης και κατακερματισμένης επικοινωνίας, εξαιτίας του
συνωστισμού στις μεγαλουπόλεις, είναι ένα μήνυμα σωτηρίας και ενότητας.
Η Valentine είναι απομονωμένη μέσα στη ζωή της και έξω από την ασφάλεια της οικογενειακής
εστίας, καθώς αυτή έχει διασπαστεί από τη σκληρότητα που επιβάλλουν τα
ναρκωτικά, μιας και ο αδερφός της είναι χρήστης. Ακολούθως, ο δικαστής είναι
απομονωμένος από την κοινωνία, από τον περίγυρό του, και ενώ παραμένει έγκλειστος
μέσα στο σπίτι του, την ίδια στιγμή συνεχίζει να ασκεί την εξουσία του μέσω των
υποκλοπών. Έτσι, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με έναν εξωστρεφή κοσμοπολίτη, αλλά
με το πρότυπο του εσωστρεφή θεατή. Η ναρκισσιστική του ταυτότητα τον εμποδίζει
να διαχωρίσει τι ανήκει στον κόσμο του εγώ, και τι όχι. Έτσι, δικαιολογείται η
παντελής αδιαφορία του για το σκυλί του, αλλά και η παρεμβατική εξουσία που ασκεί στις ιδιωτικές συνομιλίες των άλλων.
Ο δικαστής δυσανασχετεί, όταν ερχεται αντιμετωπος με την παρουσια της Valentine, που εισέρχεται στο σπίτι του για να βοηθήσει το
σκυλί του, δυσκολεύεται να την δεχτεί, σχεδόν τη διώχνει. Διεκδικεί το δικαίωμά του στην αόρατη ασπίδα,
στο να τον αφήσουν ήσυχο και μόνο. Ο δικαστής δεν επιδίδεται σε κοινωνικές
συναναστροφές, αλλά γνωρίζει τα πάντα για τους γύρω του από την εξ’ αποστάσεως παρακολούθηση . Γνωρίζει πολύ καλά πως ο γείτονας του είναι έμπορος ναρκωτικών και
με την επιτήρηση προσπαθεί να επιβάλλει την πρότερη εξουσία του. Η σκληρότητα
του κόσμου διεισδύει στο εσωτερικό του σπιτιού του δικαστή, όπου έχει εσώκλειστος αποσυρθεί από το
βάρος του παρελθόντος, αυτό του προσωπικού δράματός του.
Η είσοδος της Valentine και οι αποκρίσεις της στις δοκιμασίες του δικαστή λειτουργούν όπως το
ντόμινο για τη μεταξύ τους σχέση. Με κόπο καταλύονται οι προσωπικές άμυνες και
οδηγούμαστε σε μια σύμπραξη εν μέσω αμοιβαίων εξομολογήσεων και σιωπών.
Ο δικαστής και η Valentine, μαζί, βρίσκονται στον τόπο, όπου η οικειότητα
βρίσκει την αυθεντικότητα της, στον τόπο
όπου υπάρχει η Αδελφοσύνη. Οι δύο
ήρωες που ενώνονται μέσα από το πρίσμα του αποξενωμένου ανθρώπου,
απελευθερωμένοι από το κυνήγι του αυθεντικού εαυτού ως φυσικά πρόσωπα, βρίσκουν
στοιχεία αυθεντικότητας και ψυχικής ακεραιότητας για να προχωρήσουν στο μέλλον.
Η ηδονική εξουσία του ακούειν για τον δικαστή μετουσιώνεται, μέσω της Valentine, στη δύναμη που ακόμη έχει να νοιάζεται και να
πιστεύει. Αντίστοιχα, η προσκόλληση της Valentine στη φενακισμένη
ασφάλεια όσων θεωρεί ως δεδομένα αναμορφώνεται, μέσω των εμπειριών του
δικαστή, σε τόλμη για τη ζωή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου