Μανταρίνια
Tanjerines / Mandariniid (Εσθονία, 2013)
Σκηνοθεσία: Zάζα Ουρουσάντζε
Tanjerines / Mandariniid (Εσθονία, 2013)
Σκηνοθεσία: Zάζα Ουρουσάντζε
Ο Εσθονός Ίβο επιμένει να ζει σχεδόν μόνος στο εγκαταλειμμένο από τον πόλεμο χωριό του. Η ιστορική στιγμή που επιλέγει ο Γεωργιανός σκηνοθέτης Ζάζα Ουρουσάντζε για να μιλήσει για διαχρονικά ζητήματα - ο πόλεμος, η ειρήνη, η επιβίωση - δεν είναι τυχαία. Το 1992 κυμαίνεται ο πόλεμος μεταξύ Γεωργίας και Αμπχαζίας με την τελευταία να μάχεται για την ανεξαρτησία της. Ο Ουρουσάντζε επιλέγει ως χώρο δράσης ένα χωριό μέσα στα βουνά του Καυκάσου, ένα ανά πάσα στιγμή πεδίο μάχης, στο οποίο όμως ο Ίβο και ο φίλος του - απάγκιο - Μάργκους επιμένουν να ζουν και να καλλιεργούν τα μανταρίνια τους. Οι οικογένειές τους έχουν φύγει για την Εσθονία εξαιτίας του πολέμου και οι δυο φίλοι γίνονται άτυπα οι φύλακες του χώματος μιας πατρίδας που, αν και ερημωμένη, εξακολουθεί να τους ζει.
Ο μόχθος και η αγωνία της καλλιέργειας των μανταρινιών είναι η σύνδεσή των δύο ανδρών με τη γη τους. Οι ρίζες των μανταρινιών είναι οι ρίζες με τον τόπο τους και το παρελθόν τους. Οι καρποί των μανταρινιών είναι η ελπίδα και η επιμονή τους. Σε αυτό το πλαίσιο ο Ουρουσάντζε δημιουργεί μια συνθήκη επικοινωνίας της ιστορίας και της πολιτικής με τον άνθρωπο και την καθημερινότητά του.
Ο Ίβο σε μια εχθροπραξία κοντά στο κτήμα του σώζει και περιθάλπει δυο άντρες από τα αντίπαλα στρατόπεδα, τον Τσετσένο μισθοφόρο Αχμέντ και τον Γεωργιανό στρατιώτη Νίκο. Το σπίτι του Ίβο γίνεται ουδέτερη ζώνη για τη μάχη και ταυτόχρονα ζώνη ασφαλείας για τους δυο νέους. Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα συγκατοικούν στο ίδιο σπίτι με την υπομονή και τη φροντίδα του οικοδεσπότη. Έτσι σταδιακά, ο Ίβο καλλιεργεί και αναγεννά την ανθρώπινη επικοινωνία και την ανθρωπιά πέραν των εθνικών ταυτοτήτων και των πολιτικών ενός πολέμου που ακόμα μαίνεται.
Μέσα στο ίδιο σπίτι οι δυο φαινομενικά εχθροί γλείφουν τις πληγές τους. Είτε από προσωπική επιλογή είτε από καθήκον είναι στρατιωτάκια στο σκάκι ενός πολέμου και ενδεχομένως να μην υπάρξει για αυτούς επόμενη παρτίδα. Μέρα με τη μέρα, η αλληλεγγύη του Ίβο μεταδίδεται στους δύο "εχθρούς", όπως και η κατανόηση, η υπομονή και η αυτοσυγκράτηση. Αυτή τη διαδρομή παρακολουθούμε παράλληλα με την ανάρρωσή τους. Οι δυο άντρες - Αχμέντ και Νίκο -, όταν τα τραύματα τους θεραπεύονται, χωρίς να φορούν τις στολές της μάχης, δε βλέπουν άλλο, παρά μόνον έναν άλλο άνθρωπο, ίσως έναν εν δυνάμει φίλο που μαζί του θα πρέπει να συμβιώσουν και να επιβιώσουν. Η πατρική στάση του Ίβο μαλακώνει το θυμό τους, έτσι όπως το πρωινό τσάι που τους προσφέρει ζεσταίνει και μαλακώνει το είναι τους.
Η ταινία του Ουρουσάντζε είναι τόσο βαθιά συγκινητική και εξίσου ουσιαστική, γιατί ενώ μεταδίδει το αντιπολεμικό της μήνυμα μέσα από τη γεφύρωση δυο αντίπαλων άκρων σε μια ουδέτερη ζώνη, αποφεύγει να παρουσιάσει μια παραμυθένια και, ίσως, εύκολη σεναριακή και σκηνοθετική δομή με πρόσχημα την αδελφοσύνη των ανθρώπων και των λαών. Η ταινία δεν είναι ένα ευχολόγιο, αλλά η ανάδειξη της - έστω και πρόσκαιρης - νίκης του ανθρώπου απέναντι στον πόλεμο και τη μισαλλοδοξία. Ο Ουρουσάντζε αναπτύσσει αριστοτεχνικά τον προβληματισμό - αν όχι την αναγκαιότητα - για το πως ανεξάρτητα από ιδεολογίες, στρατόπεδα και πολιτικές και, κυριολεκτικά, μέσα στη φλόγα του πολέμου είναι δυνατόν να φυτρώσει ο σπόρος της αδελφοσύνης. Είναι ο σπόρος που ο Ίβο αναπτύσσει με τόλμη και ελπίδα, έτσι όπως συνεχίζει να καλλιεργεί τα μανταρίνια του, τον σπόρο που τον δένει με την ζωή του όπως την γνώριζε, παρά τη μοναξιά, την καταστροφή και τον θάνατο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου